κατάρα — κατάρᾱ , κατάρα curse fem nom/voc/acc dual (ionic) κατάρᾱ , κατάρα curse fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) κατάρᾱ , κατάρης rushing from above masc nom/voc/acc dual κατάρης rushing from above masc voc sg κατάρᾱ , κατάρης rushing from… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρα — (Qattara). Τεκτονικό βύθισμα (30.000 τ. χλμ.) στη βόρεια Αφρική, 200 χλμ. Δ του Καΐρου και 50 χλμ. Ν του Ελ Αλαμέιν. Το βαθύτερο σημείο του, το οποίο αποτελείται από αλμυρά έλη, σωρούς ορυκτού άλατος και στρώματα άμμου, βρίσκεται 134 μ.… … Dictionary of Greek
κατάρᾳ — κατάραι , κατάρα curse fem nom/voc pl (ionic) κατάρᾱͅ , κατάρα curse fem dat sg (attic doric ionic aeolic) κατάραι , κατάρης rushing from above masc nom/voc pl κατάρᾱͅ , κατάρης rushing from above masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρα — η 1. ευχή για να πάθει κακό κάποιος: Δεν πιάνουν οι κατάρες σου. 2. μεγάλη δυστυχία: Τι κατάρα μας βρήκε! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάταρα — κάτᾱρα , καταίρω take down aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρασόμενον — καταρᾱσόμενον , καταράομαι call down curses upon fut part mp masc acc sg (attic) καταρᾱσόμενον , καταράομαι call down curses upon fut part mp neut nom/voc/acc sg (attic) καταρᾱσόμενον , καταράομαι call down curses upon fut part mp masc acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρας — κατάρᾱς , κατάρα curse fem acc pl (ionic) κατάρᾱς , κατάρα curse fem gen sg (attic doric ionic aeolic) κατάρᾱς , κατάρης rushing from above masc acc pl κατάρᾱς , κατάρης rushing from above masc nom sg (attic epic doric aeolic) κατά̱ρᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταράσεται — καταρά̱σεται , καταράομαι call down curses upon aor subj mp 3rd sg (attic epic) καταρά̱σεται , καταράομαι call down curses upon aor subj mp 3rd sg (epic doric aeolic) καταρά̱σεται , καταράομαι call down curses upon fut ind mp 3rd sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταράσομαι — καταρά̱σομαι , καταράομαι call down curses upon aor subj mp 1st sg (attic epic) καταρά̱σομαι , καταράομαι call down curses upon aor subj mp 1st sg (epic doric aeolic) καταρά̱σομαι , καταράομαι call down curses upon fut ind mp 1st sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταραθέντα — καταρᾱθέντα , καταράομαι call down curses upon aor part mp neut nom/voc/acc pl (attic) καταρᾱθέντα , καταράομαι call down curses upon aor part mp masc acc sg (attic) καταρᾱθέντα , καταράομαι call down curses upon aor part mp neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)